εξουθενώνω — εξουθενώνω, εξουθένωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξουθενώνω — εξουθένωσα, εξουθενώθηκα, εξουθενωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον να μηδενιστεί, τον εκμηδενίζω. 2. εξευτελίζω εντελώς, ταπεινώνω ολοκληρωτικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποστραγγίζω — (ΑΜ ἀποστραγγίζω) εξουδετερώνω, εξουθενώνω νεοελλ. στραγγίζω κάτι εντελώς … Dictionary of Greek
εξουδενίζω — ἐξουδενίζω (AM) εξουθενώνω … Dictionary of Greek
ευωνίζω — εὐωνίζω (Α) [εύωνος] καθιστώ κάτι εύωνο, και κατ επέκτ. εξευτελίζω, εξουθενώνω … Dictionary of Greek
κατασβολώ — κατασβολῶ, όω και κατασβολώνω (Μ) 1. κατακαλύπτω με καπνιά 2. εξουθενώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσβολῶ (< ἄσβολος, ἡ «στάχτη»)] … Dictionary of Greek
μηδενίζω — 1. εξαφανίζω, εξουθενώνω καταστρέφω 2. καθιστώ ποσό ή πλήθος ίσο με το μηδέν 3. βαθμολογώ κάποιον ή κάτι με το μηδέν 4. φρ. «μηδενισμένη [ή αφανισμένη] βαθμίδα» γλωσσ. βαθμίδα μετάπτωσης κατά την οποία ένα φωνήεν μηδενίζεται, χάνεται, λ.χ. «φεύγω … Dictionary of Greek
ουδενίζω — οὐδενίζω (Α) [ουδέν] εξουθενώνω, εκμηδενίζω … Dictionary of Greek
ουδενώ — οὐδενῶ, όω (Α) [ουδέν] εκμηδενίζω, εξουθενώνω … Dictionary of Greek
συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… … Dictionary of Greek