εξουθενώνω

εξουθενώνω
(AM ἐξουθενῶ, -όω και -έω)
1. περιφρονώ, εξευτελίζω («τῆ μεγαλουχίᾳ τῆς αὐτοῡ δικαίως ἐξουθένωται»)
2. εκμηδενίζω, αφανίζω τελείως
αρχ.-μσν.
δεν αποδίδω καμιά σημασία, παραβλέπω τελείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + *ουθενώνω (< ουθείς, μτγν. τ. τού ουδείς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξουθενώνω — εξουθενώνω, εξουθένωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξουθενώνω — εξουθένωσα, εξουθενώθηκα, εξουθενωμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον να μηδενιστεί, τον εκμηδενίζω. 2. εξευτελίζω εντελώς, ταπεινώνω ολοκληρωτικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποστραγγίζω — (ΑΜ ἀποστραγγίζω) εξουδετερώνω, εξουθενώνω νεοελλ. στραγγίζω κάτι εντελώς …   Dictionary of Greek

  • εξουδενίζω — ἐξουδενίζω (AM) εξουθενώνω …   Dictionary of Greek

  • ευωνίζω — εὐωνίζω (Α) [εύωνος] καθιστώ κάτι εύωνο, και κατ επέκτ. εξευτελίζω, εξουθενώνω …   Dictionary of Greek

  • κατασβολώ — κατασβολῶ, όω και κατασβολώνω (Μ) 1. κατακαλύπτω με καπνιά 2. εξουθενώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσβολῶ (< ἄσβολος, ἡ «στάχτη»)] …   Dictionary of Greek

  • μηδενίζω — 1. εξαφανίζω, εξουθενώνω καταστρέφω 2. καθιστώ ποσό ή πλήθος ίσο με το μηδέν 3. βαθμολογώ κάποιον ή κάτι με το μηδέν 4. φρ. «μηδενισμένη [ή αφανισμένη] βαθμίδα» γλωσσ. βαθμίδα μετάπτωσης κατά την οποία ένα φωνήεν μηδενίζεται, χάνεται, λ.χ. «φεύγω …   Dictionary of Greek

  • ουδενίζω — οὐδενίζω (Α) [ουδέν] εξουθενώνω, εκμηδενίζω …   Dictionary of Greek

  • ουδενώ — οὐδενῶ, όω (Α) [ουδέν] εκμηδενίζω, εξουθενώνω …   Dictionary of Greek

  • συντρίβω — ΝΜΑ [τρίβω] 1. κάνω κομμάτια, θρυμματίζω, κατακομματιάζω (α. «το αυτοκίνητο συνετρίβη μετά τη σύγκρουση» β. «πρῶτον μὲν συνέτριβον τὰ σκευάρια», Αισχίν.) 2. (σχετικά με μέλη τού σώματος) σπάζω, κάνω θρύψαλα 3. μτφ. α) καταστρέφω ολοσχερώς,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”